- ἱππόλοφος
- ἱππόλοφοςwith horsehair crestmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππόλοφος — ἱππόλοφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου 2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λόφος «λοφίο»] … Dictionary of Greek
ἱππολόφου — ἱππόλοφος with horsehair crest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππολόφους — ἱππόλοφος with horsehair crest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππολόφων — ἱππόλοφος with horsehair crest masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολοφία — ἱππολοφία, ἡ (Α) [ιππόλοφος] η χαίτη τού ίππου … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek